- φερεστάφυλος
- -ον, Α(για τον Διόνυσο) αυτός που έχει ή παράγει σταφύλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. φιλο-στάφυλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερεσταφύλοιο — φερεστάφυλος bearing bunches of grapes masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεσταφύλοις — φερεστάφυλος bearing bunches of grapes masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεσταφύλοισιν — φερεστάφυλος bearing bunches of grapes masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεσταφύλῳ — φερεστάφυλος bearing bunches of grapes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek